maximal

Αγγλικά (en)

Επίθετο

maximal (en)

  1. ανώτατος, μέγιστος
  2. (μαθηματικά) μεγιστικός

Σημειώσεις

Στη μαθηματική ορολογία το επίθετο maximal είναι γενικότερο του επιθέτου maximum. Π.χ. εάν μία μερική διάταξη έχει πολλά μέγιστα στοιχεία, τότε χαρακτηρίζονται όλα σαν maximal. Εάν υπάρχει μόνο ένα μέγιστο στοιχείο τότε το στοιχείο αυτό χαρακτηρίζεται σαν maximum. Για να διαχωρίσουν τις έννοιες μερικοί μαθηματικοί μεταφράζουν το maximal σαν μεγιστικός και το maximum σαν μέγιστος.

Γαλλικά (fr)

γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό maximal maximaux
θηλυκό maximale maximales

Επίθετο

maximal (fr)

  1. ανώτατος
  2. μέγιστος
    vitesse maximale - μέγιστη ταχύτητα

Συνώνυμα

Αντώνυμα

Εκφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.