made man
Αγγλικά (en)
| ενικός | πληθυντικός |
| made man | made men |
Προφορά
- ΔΦΑ : /meɪd mæn/
Πολυλεκτικός όρος
made man (en)
- (κυριολεκτικά) o άνθρωπος που έχει πετύχει στη ζωή του, που είναι φτιαγμένος οικονομικά
- (αργκό, ΗΠΑ) πλήρες, μυημένο μέλος (που έχει δώσει όρκο) της αμερικανο-ιταλικής μαφίας ή της μαφίας της Σικελίας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.