look and feel
Αγγλικά (en)
| ενικός | πληθυντικός |
| look and feel | looks and feels |
Ετυμολογία
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˌlʊk ən ˈfiːl/
Πολυλεκτικός όρος
look and feel (en) (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο)
- (λογισμικό, για εφαρμογή/ιστοσελίδα/λειτουργικό σύστημα) όψη και αίσθηση: ο συνδυασμός της οπτικής σχεδίασης και της συμπεριφοράς μιας διεπαφής χρήστη
Σημειώσεις
- σπανίως η άλλη μορφή του πληθυντικού look and feels ενδέχεται να βρεθεί
Πηγές
- Βάση Τηλεπικοινωνιακών Όρων TELETERM από τη Μόνιμη Ομάδα Τηλεπικοινωνιακής Ορολογίας (ΜΟΤΟ), τον ΟΤΕ, τον ΕΛΟΤ και τον ΕΛΕΤΟ.
- look and feel - Cambridge Dictionary online
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.