lénitif

Γαλλικά (fr)

Ετυμολογία

lénitif < μεσαιωνική λατινική lenitivus

Προφορά

ΔΦΑ : /le.ni.tif/

Επίθετο

γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό lénitif lénitifs
θηλυκό lénitive lénitives

lénitif (fr)

  1. (ιατρική) πραϋντικός
     συνώνυμα: adoucissant, calmant
     αντώνυμα: irritant, stimulant
  2. (μεταφορικά και λόγιο) κατευναστικός
     συνώνυμα: apaisant, lénifiant
     αντώνυμα: énervant, excitant

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
lénitif lénitifs

lénitif (fr) αρσενικό

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.