lénitif
Γαλλικά (fr)
Ετυμολογία
- lénitif < μεσαιωνική λατινική lenitivus
Προφορά
- ΔΦΑ : /le.ni.tif/
Επίθετο
| γένος | ενικός | πληθυντικός |
|---|---|---|
| αρσενικό | lénitif | lénitifs |
| θηλυκό | lénitive | lénitives |
lénitif (fr)
- (ιατρική) πραϋντικός
- (μεταφορικά και λόγιο) κατευναστικός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.