kit

Αγγλικά (en)

Ετυμολογία

kit (για τη θήκη εργαλείων) < (κληρονομημένο) μέση αγγλική kyt < μέση ολλανδική kitte < άγνωστης ετυμολογίας

Ουσιαστικό

kit (en)

  1. κιτ, θήκη εργαλείων για μια εργασία, σετ συναρμολόγησης (όπως για συναρμολογούμενο παιχνίδι, έπιπλο, το οποίο παραδίδεται σε κομμάτια)
  2. γατάκι (συντομευμένη μορφή του kitten)
  3. (βρετανικό) (αργκό) ρούχο

Πηγές



Γαλλικά (fr)

Ετυμολογία

kit < (άμεσο δάνειο) αγγλική kit

Ουσιαστικό

kit (fr)

  • κιτ, κάτι έτοιμο να συναρμολογηθεί (παιχνίδι, έπιπλο, ...).



Βοσνιακά (bs)

Ουσιαστικό

kit (bs)



Σλοβενικά (sl)

Ουσιαστικό

kit (sl) αρσενικό

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.