kilogram

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό

kilogram (en) και kilo

  1. το χιλιόγραμμο (η βασική μονάδα μάζας)
  2. το κιλό



Πολωνικά (pl)

Προφορά

 

Ουσιαστικό

kilogram (pl) αρσενικό

  1. το χιλιόγραμμο (η βασική μονάδα μάζας)
  2. το κιλό



Σλοβακικά (sk)

Ουσιαστικό

kilogram (sk) αρσενικό

  1. το χιλιόγραμμο (η βασική μονάδα μάζας)
  2. το κιλό



Τσεχικά (cs)

Ουσιαστικό

kilogram (cs) αρσενικό

  1. το χιλιόγραμμο (η βασική μονάδα μάζας)
  2. το κιλό
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.