jambette

Γαλλικά (fr)

      ενικός         πληθυντικός  
jambette jambettes

Ουσιαστικό

jambette (fr) θηλυκό

  1. (παρωχημένο ή σκωπτικό) μικρή κνήμη
  2. μαχαιράκι με περιστρεφόμενη λεπίδα
  3. (τεχνολογία) μικρό ξύλινο στέλεχος που υποστηρίζει πλάγια δοκό της δομής μιας στέγης

Συγγενικά

  •  δείτε τη λέξη jambe
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.