iterable
Αγγλικά (en)
Ουσιαστικό
iterable (en)
- αυτό που μπορεί να επαναλαμβάνεται
- (πληροφορική) κάθε σειραϊκός (sequential) τύπος δεδομένων, που επιτρέπει την ανάκτηση του ν-οστού στοιχείου του με τη χρήση δείκτη (π.χ. πίνακας), ώστε να μπορεί να επιτευχθεί επανάληψη (iteration) με τη χρήση βρόχου (looping)
- (αντικειμενοστρεφής προγραμματισμός) αντικείμενο που περιέχει σειριακή (sequential) συλλογή αντικειμένων και είναι εφοδιασμένο με μία μέθοδο η οποία μπορεί να κατασκευάσει έναν iterator
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.