iterable

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό

iterable (en)

  1. αυτό που μπορεί να επαναλαμβάνεται
  2. (πληροφορική) κάθε σειραϊκός (sequential) τύπος δεδομένων, που επιτρέπει την ανάκτηση του ν-οστού στοιχείου του με τη χρήση δείκτη (π.χ. πίνακας), ώστε να μπορεί να επιτευχθεί επανάληψη (iteration) με τη χρήση βρόχου (looping)
  3. (αντικειμενοστρεφής προγραμματισμός) αντικείμενο που περιέχει σειριακή (sequential) συλλογή αντικειμένων και είναι εφοδιασμένο με μία μέθοδο η οποία μπορεί να κατασκευάσει έναν iterator

Συγγενικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.