iteration

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό

iteration (en)

  1. η επανάληψη μιάς εργασίας σε μια σειρά αντικειμένων, λαμβάνοντας ένα κάθε φορά
  2. (πληροφορική) η επανάληψη κάποιας επεξεργασίας χρησιμοποιώντας ένα-ένα στη σειρά τα στοιχεία ενός σειραϊκού (sequential) τύπου δεδομένων, συνήθως με την άμεση ή έμμεση (π.χ. μέσω συνάρτησης) χρήση βρόχου (loop)
    Σε μιά λίστα αριθμών, η διαδικασία να πάρουμε ένα-ένα τα στοιχεία της (δηλ. τους αριθμούς) ξεκινώντας από το πρώτο και να τα αθροίσουμε, λέγεται iteration
  3. (πληροφορική) είναι η επαναλαμβανόμενη επεξεργασία, η οποία γίνεται σε κάθε στοιχείο ξεχωριστά ενός σειραϊκού (sequential) τύπου δεδομένων
    Σε μιά λίστα αριθμών, τους οποίους προσθέτουμε στη σειρά για να βρούμε το συνολικό άθροισμα, η πρόσθεση του κάθε αριθμού με το προηγούμενο άθροισμα, λέγεται iteration

Συγγενικά

  • iteration στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.