iron out

Αγγλικά (en)

ενεστώτας iron out
γ΄ ενικό ενεστώτα irons out
αόριστος ironed out
παθητική μετοχή ironed out
ενεργητική μετοχή ironing out

Ετυμολογία

iron out <  δείτε τις λέξεις iron και out

Ρήμα

iron out (en)

  1. σιδερώνω, βγάζω τις ζάρες από ρούχα κτλ. με σίδερο
    I am ironing out the shirts.
    Σιδερώνω τα πουκάμισα.
    I am ironing the wrinkles out of my dress.
    Σιδερώνω τις ζάρες στο φόρεμά μου.
     συνώνυμα: iron
  2. (μεταφορικά) εξομαλύνω, αφαιρώ όλα τα προβλήματα ή τις δυσκολίες που επηρεάζουν κάποιον ή κάτι
    We ironed out all points of disagreement.
    Εξομαλύναμε όλα τα σημεία διαφωνίας.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη resolve

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.