ira

Βασκικά (eu)

Ουσιαστικό

ira (eu)



Ιταλικά (it)

Ετυμολογία

ira < λατινική īra

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
ira ire

ira (it)

  1. οργή, θυμός
  2. (μεταφορικά) η οργή του θεού, η οργή της φύσης



Ισπανικά (es)

Ετυμολογία

ira < λατινική īra

Ουσιαστικό

ira (es)



Λατινικά (la)

Ουσιαστικό

ira (la)

Συγγενικά



Πορτογαλικά (pt)

Ουσιαστικό

ira (pt)

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.