installer

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
installer installers

installer

  1. ο εγκαταστάτης
  2. (πληροφορική) το πρόγραμμα εγκατάστασης

Αντώνυμα

Συγγενικά

Υπερώνυμα

  • installer στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια



Γαλλικά (fr)

Προφορά

 

Ρήμα

installer (fr)

  1. εγκαθιστώ
  2. τοποθετώ
  3. εξοπλίζω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.