install

Αγγλικά (en)

ενεστώτας install
γ΄ ενικό ενεστώτα installs
αόριστος installed
παθητική μετοχή installed
ενεργητική μετοχή installing

Ρήμα

install (en)

  1. εγκαθιστώ, για μηχάνημα, σύστημα μηχανισμών κτλ. που το τοποθετώ έτσι ώστε να μπορεί να λειτουργήσει
    I installed a ventilation system.
    Εγκατέστησα σύστημα εξαερισμού.
    He had installed a radio station in his house.
    Είχε εγκαταστήσει στο σπίτι του ραδιοφωνικό σταθμό.
  2. (λογισμικό) εγκαθιστώ, μεταφέρω ένα πρόγραμμα στον υπολογιστή
    I have not yet installed the new version of the program.
    Δεν έχω εγκαταστήσει ακόμη τη νέα έκδοση του προγράμματος.

Αντώνυμα

Συγγενικά

Πολυλεκτικοί όροι

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.