horreum

Λατινικά (la)

Ετυμολογία

horreum < αρχαία ελληνική ὡρεῖον

Ουσιαστικό

horreum ουδέτερο

  1. ωρείο
  2. αχυρώνας, σιταποθήκη

Κλίση

αριθμός ενικός πληθυντικός
ονομαστική horreum horrea
γενική horreī horreōrum
δοτική horreō horreīs
αιτιατική horreum horrea
κλητική horreum horrea
αφαιρετική horreō horreīs
(β' κλίση)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.