honteux
Γαλλικά (fr)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ʔɔ̃.tø/
- ⓘ
Επίθετο
| γένος | ενικός | πληθυντικός |
|---|---|---|
| αρσενικό | honteux | honteux |
| θηλυκό | honteuse | honteuses |
honteux (fr) αρσενικό
- αισχρός, επονείδιστος
- λέγεται για κάτι για το οποίο αισθανόμαστε ντροπή
- λέγεται για κάτι σχετικό με το περίνεο
- που νιώθει άσχημα, που λυπάται για κάποια πράξη του
- ≈ συνώνυμα: confus, consterné, embarrassé, penaud
- (παρωχημένο) ντροπαλός
Αντώνυμα
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.