hold back

Αγγλικά (en)

ενεστώτας hold back
γ΄ ενικό ενεστώτα holds back
αόριστος held back
παθητική μετοχή held back
ενεργητική μετοχή holding back

Ετυμολογία

hold back <  δείτε τις λέξεις hold και back

Ρήμα

hold back (en)

  • καθυστερώ, αποτρέπω την πρόοδο ή την ανάπτυξη κάποιου ή κάτι
    His illness held him back in his studies.
    Η αρρώστια του τον καθυστέρησε στις σπουδές του.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη delay

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.