habilité

Γαλλικά (fr)

Επίθετο

γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό habilité habilités
θηλυκό habilitée habilitées

habilité (fr)

  1. (παρωχημένο) ικανότητα για κάτι
  2. (νομικός όρος) άδεια επάρκειας
    Je suis habilité en anglais. Έχω πάρει την άδεια επάρκειας για τη διδασκαλία των αγγλικών.

Συγγενικά

 δείτε τη λέξη  habile
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.