habilité
Γαλλικά (fr)
Επίθετο
| γένος | ενικός | πληθυντικός |
|---|---|---|
| αρσενικό | habilité | habilités |
| θηλυκό | habilitée | habilitées |
habilité (fr)
- (παρωχημένο) ικανότητα για κάτι
- (νομικός όρος) άδεια επάρκειας
- Je suis habilité en anglais. Έχω πάρει την άδεια επάρκειας για τη διδασκαλία των αγγλικών.
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη habile
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.