gridlock
Αγγλικά (en)
| ενικός | πληθυντικός |
| gridlock | gridlocks |
Ουσιαστικό
gridlock (en) (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο)
- κυκλοφοριακή συμφόρηση, μποτιλιάρισμα, ιδιαίτερα σε καταστάσεις όπου αυτοκίνητα έχουν βρεθεί εγκλωβισμένα στο αντίθετο ρεύμα κυκλοφορίας ή σε διασταύρωση, επειδή δεν πρόλαβαν να περάσουν με το πράσινο φανάρι
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη traffic jam
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.