go for

Αγγλικά (en)

ενεστώτας go for
γ΄ ενικό ενεστώτα goes for
αόριστος went for
παθητική μετοχή gone for
ενεργητική μετοχή going for

Ετυμολογία

go for <  δείτε τις λέξεις go και for

Ρήμα

go for (en)

  1. επιδιώκω
  2. ορμάω, πέφτω πάνω κάποιου, ρίχνομαι, επιτίθεμαι
    The dog went for me.
    Το σκυλί μου όρμησε.
    The teacher went for me as if it were my fault.
    Ο δάσκαλος έπεσε πάνω μου λες και έφταιγα εγώ.
    She went for him with her umbrella.
    Του ρίχτηκε με την ομπρέλα της.
    When the bull went for him, he had to run.
    Όταν ο ταύρος του ρίχτηκε, το έβαλε στα πόδια.
  3.  δείτε τον όρο go for it στην προστακτική

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.