go at

Αγγλικά (en)

ενεστώτας go at
γ΄ ενικό ενεστώτα goes at
αόριστος went at
παθητική μετοχή gone at
ενεργητική μετοχή going at

Ετυμολογία

go at <  δείτε τις λέξεις go και at

Ρήμα

go at (en)

  1. ρίχνομαι/κινούμαι εναντίον κάποιου, επιτίθεμαι σε κάποιον
    She went at him with her umbrella.
    Του ρίχτηκε με την ομπρέλα της.
    They went at each other furiously.
    Ρίχτηκαν ο ένας στον άλλον με μανία.
    He went at me.
    Κινήθηκε εναντίον του.
    She went at him threateningly.
    Κινήθηκε απειλητικά εναντίον του.
  2. ρίχνομαι με τα μούτρα σε μια δουλειά, κάνω μεγάλες προσπάθειες για να κάνω κάτι, δουλεύω σκληρά σε κάτι
    They had gone at the job for all they were worth.
    Είχαν ριχτεί με τα μούτρα στη δουλειά.

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.