gigolette

Γαλλικά (fr)

      ενικός         πληθυντικός  
gigolette gigolettes
Une gigolette. Χορεύτρια.

Ετυμολογία

gigolette < λείπει η ετυμολογία
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: νέα ελληνικά: ζιγκολέτ, ζιγκολέτα

Ουσιαστικό

gigolette (fr) θηλυκό

  1. (γαστρονομία) πιάτο με μπούτι από γαλοπούλα χωρίς κόκαλο
  2. (οικείο) χορεύτρια (όπως σε καμπαρέ)
  3. (οικείο) εύκολη, ξετσίπωτη γυναίκα

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.