forfait

Γαλλικά (fr)

Ετυμολογία

  1. forfait < forfaire
  2. forfait < for-fait < fayfort < fur, ποσοστό + fait, μετατροπή του forfait
  3. forfait < (άμεσο δάνειο) αγγλική forfeit < παλαιά γαλλική forfait < forfaire

Προφορά

ΔΦΑ : /fɔʁ.fɛ/

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
forfait forfaits

forfait (fr) αρσενικό

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
forfait forfaits

forfait (fr) αρσενικό

  1. συμβατικό ποσό που συμφωνείται εκ των προτέρων για μια υπηρεσία
  2. προσεγγιστικός υπολογισμός των εισοδημάτων για την καταβολή ενός φόρου

Εκφράσεις

  • à forfait - σε μια τιμή που έχει συμφωνηθεί εκ των προτέρων

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
forfait forfaits

forfait (fr) αρσενικό

Εκφράσεις

Συγγενικά

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.