flicard
Γαλλικά (fr)
Ετυμολογία
- flicard < flic
Προφορά
- ΔΦΑ : /?/
Ουσιαστικό
| γένος | ενικός | πληθυντικός |
|---|---|---|
| αρσενικό | flicard | flicards |
| θηλυκό | flicarde | flicardes |
flicard (fr)
- (αργκό) ο μπάτσος, ο αστυνομικός
Επίθετο
| γένος | ενικός | πληθυντικός |
|---|---|---|
| αρσενικό | flicard | flicards |
| θηλυκό | flicarde | flicardes |
flicard (fr)
- αστυνομικός, σχετικός με την αστυνομία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.