flicage

Γαλλικά (fr)

Ετυμολογία

flicage < fliquer + -age

Προφορά

ΔΦΑ : /?/

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
flicage flicages

flicage (fr) αρσενικό

  1. (οικείο) η αστυνόμευση
  2. (κατ’ επέκταση) (ειρωνικό) η αυστηρή επιτήρηση, επίβλεψη

Συγγενικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.