flicage
Γαλλικά (fr)
Ετυμολογία
- flicage < fliquer + -age
Προφορά
- ΔΦΑ : /?/
Ουσιαστικό
| ενικός | πληθυντικός |
| flicage | flicages |
flicage (fr) αρσενικό
- (οικείο) η αστυνόμευση
- (κατ’ επέκταση) (ειρωνικό) η αυστηρή επιτήρηση, επίβλεψη
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.