flammula

Λατινικά (la)

Ετυμολογία

flammula < flamm(a) + υποκοριστικό επίθημα -ula
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: μεσαιωνικά ελληνικά: φλάμ(μ)ουλον (όπως στον πληθυντικό φλάμμουλα), φλάμμουρον νέα ελληνικά: φλαμούρι
μεσαιωνικά ελληνικά: φλάμ(μ)ουλον, φλάμπουρον νέα ελληνικά: φλάμπουρο

Ουσιαστικό

flammula θηλυκό

Κλίση

αριθμός ενικός πληθυντικός
ονομαστική flammula flammulae
γενική flammulae flammulārum
δοτική flammulae flammulīs
αιτιατική flammulam flammulās
κλητική flammula flammulae
αφαιρετική flammulā flammulīs
(α' κλίση)

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.