extra

Αγγλικά (en)

Επίθετο

extra (en) (χωρίς παραθετικά)

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
extra extras

extra (en)

  • το παραπάνω
    Who is going to pay the extra?
    Ποιος θα πληρώσει τα παραπάνω;

Πηγές

  • Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 326, 661. ISBN 9780194325684., λήμμα: επιπλέον, παραπάνω

Γαλλικά (fr)

Επίθετο

extra (fr) αρσενικό ή θηλυκό άκλιτο

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
extra extras

extra (fr) αρσενικό

  1. κάτι το πρόσθετο, που δεν έχει προβλεφτεί
  2. υπηρέτης και γενικότερα μέλος του προσωπικού που προσλαμβάνεται προσωρινά

Συγγενικά

  • δείτε το πρόθημα extra- & Γαλλικές λέξεις με πρόθημα extra- στο Βικιλεξικό



Λατινικά (la)

ζητούμενο λήμμα

Ετυμολογία

extra < extera < exter < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *h₁eǵʰs-tero- < *h₁eǵʰs < *eḱs (έξω)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.