episcopus

Λατινικά (la)

Ετυμολογία

episcopus < (άμεσο δάνειο) ελληνιστική κοινή ἐπίσκοπος < αρχαία ελληνική

Ουσιαστικό

episcopus αρσενικό ή (σπάνια') θηλυκό

Κλίση

αριθμός ενικός πληθυντικός
ονομαστική episcopus episcopī
γενική episcopī episcopōrum
δοτική episcopō episcopīs
αιτιατική episcopum episcopōs
κλητική episcope episcopī
αφαιρετική episcopō episcopīs
(β' κλίση)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.