emergent

Αγγλικά (en)

Επίθετο
emergent (en)
ανακύπτων, -ουσα, -ον:
- διαδικαστικά προκύπτων σε ανώτερο επίπεδο
- φαινόμενο αλληλεπίδρασης απλούστερων ή θεμελιωδέστερων συστατικών
- δευτερογενώς παραγόμενο φαινόμενο ή ιδιότητα (ασχέτως μεγεθοσύγκρισης), δευτερογενώς εμφανιζόμενος
- που αναδύεται, κάτι που γίνεται ορατό
- που έρχεται σε ύπαρξη, εμφανίζεται
- emergent evolution
- αναδυόμενος, εξέχων, που είναι ψηλότερα από άλλα (ειδικά για φυτά)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.