ανακύπτων

Ελληνικά (el)
συνήθως στην δημοτική λέμε η ανακύπτουσα

Επίθετο
- που ανακύπτει, που αποτελεί συνδυασμό θεμελιωδέστερων συστατικών τα οποία αναδεικνύουν νέες ιδιότητες κατά την (ή κατά ορισμένη, -ες) συνθέσεις, δομές και συστάσεις
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.