effectively
Αγγλικά (en)
| παραθετικά | |
| θετικός | effectively |
| συγκριτικός | more effectively |
| υπερθετικός | most effectively |
Επίρρημα
effectively (en)
- αποτελεσματικά, που παράγει ένα επιτυχημένο αποτέλεσμα
- ↪ Organizations that have developed a methodology to effectively handle changes are rewarded.
- Επιβραβεύονται οι οργανισμοί που έχουν αναπτύξει μεθοδολογία να χειρίζονται αποτελεσματικά τις αλλαγές.
- ↪ Organizations that have developed a methodology to effectively handle changes are rewarded.
- ουσιαστικά, χρησιμοποιείται όταν λέω ποια είναι τα γεγονότα μιας κατάστασης
- ↪ a marriage formally and effectively dead - ένας γάμος τυπικά και ουσιαστικά νεκρός
- ↪ It is officially and effectively the best.
- Είναι τυπικά και ουσιαστικά ο καλύτερος.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη fundamentally
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.