effective

Αγγλικά (en)

παραθετικά
θετικός effective
συγκριτικός more effective
υπερθετικός most effective

Επίθετο

effective (en)

  1. αποδοτικός, αποτελεσματικός, που παράγει το επιθυμητό αποτέλεσμα ή το αποτέλεσμα που προορίζεται
    The treatment is effective.
    Η θεραπεία είναι αποδοτική.
    effective measures - αποτελεσματικά μετρά
  2. που τίθεται σε ισχύ

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.