dynamite

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό

dynamite (en) (μη μετρήσιμο)

  1. ο δυναμίτης, η δυναμίτιδα, εκρηκτική ύλη με βάση τη νιτρογλυκερίνη
    He connected the fuse with three small bundles of dynamite and lit it.
    Σύνδεσε το φιτίλι με τρεις δεσμίδες δυναμίτη και το άναψε.
  2. ο δυναμίτης, κάτι που είναι πιθανό να προκαλέσει βίαιη αντίδραση ή πολλά προβλήματα
    The concentration of development in few urban centers is dynamite to social cohesion.
    Η συγκέντρωση της ανάπτυξης σε λίγα αστικά κέντρα αποτελεί δυναμίτη στην κοινωνική συνοχή.
  3. (ανεπίσημο, αργκό) καταπληκτικός, απίθανος
    a dynamite performance - καταπληκτική παράσταση
    The film was dynamite.
    Το φιλμ ήταν απίθανο.

Πηγές



Γαλλικά (fr)

Προφορά

 

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
dynamite dynamites

dynamite (fr) θηλυκό

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.