draperie

Γαλλικά (fr)

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
draperie draperies

draperie (fr) θηλυκό

  1. (παρωχημένο) ύφασμα ή ένδυμα από τσόχα
  2. μάλλινο ύφασμα

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
draperie draperies

draperie (fr) θηλυκό

  1. η κατασκευή και το εμπόριο της τσόχας
  2. το επάγγελμα τοο κατασκευαστή και του έμπορα τσόχας
  3. το εργοστάσιο τσόχας

Συγγενικά

  •  δείτε τη λέξη drap
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.