draperie
Γαλλικά (fr)
Ουσιαστικό
| ενικός | πληθυντικός |
| draperie | draperies |
draperie (fr) θηλυκό
- (παρωχημένο) ύφασμα ή ένδυμα από τσόχα
- μάλλινο ύφασμα
Ουσιαστικό
| ενικός | πληθυντικός |
| draperie | draperies |
draperie (fr) θηλυκό
- η κατασκευή και το εμπόριο της τσόχας
- το επάγγελμα τοο κατασκευαστή και του έμπορα τσόχας
- το εργοστάσιο τσόχας
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη drap
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.