directly

Αγγλικά (en)

παραθετικά
θετικός directly
συγκριτικός more directly
υπερθετικός most directly

Ετυμολογία

directly < direct + -ly

Επίρρημα

directly (en)

  1. κατευθείαν, χωρίς να σταματήσει ή να αλλάξει κατεύθυνση
    He came directly to Paris.
    Ήρθε κατευθείαν στο Παρίσι.
  2. άμεσα, ίσια, χωρίς κανέναν και τίποτα ενδιάμεσα
    Elections directly express the people’s will.
    Οι εκλογές εκφράζουν άμεσα τη λαϊκή βούληση.
    Man recognizes the environment directly with the senses and indirectly with the mind.
    Ο άνθρωπος γνωρίζει το περιβάλλον άμεσα με τις αισθήσεις και έμμεσα με το νου.
    He was looking directly at us.
    Κοίταζε ίσια προς εμάς.
  3. κατευθείαν, ακριβώς σε μια συγκεκριμένη θέση
    He was looking directly ahead.
    Κοιτούσε κατευθείαν μπροστά του.
  4. αμέσως
    She left directly after the show.
    Έφυγε αμέσως μετά την παράσταση.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη immediately

Συνώνυμα

Αντώνυμα

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.