diet

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
diet diets

diet (en)

  1. η δίαιτα
    I am on a diet to lose weight.
    Κάνω δίαιτα για ν' αδυνατίσω.
    I am on a diet.
    Είμαι σε δίαιτα.
  2. η Δίαιτα (νομοθετικό σώμα)

Ρήμα

ενεστώτας diet
γ΄ ενικό ενεστώτα diets
αόριστος dieted
παθητική μετοχή dieted
ενεργητική μετοχή dieting

diet (en)

  1. (αμετάβατο) κάνω δίαιτα, διαιτώμαι, ακολουθώ μια δίαιτα
    She’s dieting to keep her figure.
    Κάνει δίαιτα για να διατηρήσει τη σιλουέτα της.
  2. (μεταβατικό) βάζω κάποιον σε δίαιτα

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.