file handle
Αγγλικά (en)
Πολυλεκτικός όρος
file handle (en)
- (πληροφορική) ο file descriptor, όρος που για πρώτη φορά χρησιμοποιήθηκε στο λειτουργικό σύστημα Unix και στη γλώσσα προγραμματισμού C
- Στη γλώσσα προγραμματισμού C η συνάρτηση
fopen(), που ανοίγει ένα αρχείο επιστρέφει ένα file handle, που χρησιμοποιείται για την ανάγνωση/εγγραφή του αρχείου
- Στη γλώσσα προγραμματισμού C η συνάρτηση
-
file handle στην αγγλική Βικιπαίδεια

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.