DoS
Αγγλικά (en)
Συντομομορφή
DoS (en)
- (εκπαίδευση) (Director of Studies): διευθυντής σπουδών
- (πληροφορική, διαδίκτυο) Denial of Service (attack)
- ※ Οι επιθέσεις DoS και οι επιθέσεις DDoS χρησιμοποιούνται ορισμένες φορές ως αντεκδίκηση μεταξύ των παικτών του Xbox Live.[1]
- ≈ συνώνυμα: DoS attack
- υπερώνυμα: cyberattack
- υπώνυμα: DDoS
-
DoS στην αγγλική Βικιπαίδεια

Αναφορές
- Συνήθεις ερωτήσεις σχετικά με τις επιθέσεις DoS και DDoS στην κονσόλα Xbox One. Προσπέλαση 2020-04-28
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.