arity
Αγγλικά (en)
| ενικός | πληθυντικός |
| arity | arities |
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈæɹɪti/ & /ˈeəɹɪti/
- ⓘ
Ουσιαστικό
arity (en)
- (λογική, μαθηματικά, επιστήμη υπολογιστών) τάξη[1] ( ή βαθμός[2]) συνάρτησης, πράξης ή κατηγορήματος
- (βάσεις δεδομένων) ο βαθμός σχέσης ή πίνακα[3]
- ≈ συνώνυμα: degree
- συγγενικό: cardinality
Αναφορές
- «Τεχνικές λογικού προγραμματισμού», σελ. 307, από repository.kallipos.gr. Πρόσβαση:2019-11-18
- «Λογικός και συναρτησιακός προγραμματισμός», σελ. 222, από repository.kallipos.gr. Πρόσβαση:2019-11-18
- Ευαγγελία Πιτουρά, «Το Σχεσιακό Μοντέλο και η Σχεσιακή Άλγεβρα», σελ. 45, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων. Προσπέλαση 2020-02-04
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.