cardinality

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό

cardinality (en)

  1. (μαθηματικά) πληθικός αριθμός, πληθάριθμος
    δείτε επίσης: cardinality στην αγγλική Βικιπαίδεια
  2. (βάσεις δεδομένων) η πληθικότητα μιας σχέσης ή πίνακα[1]
     δείτε τη λέξη  arity ή degree

Αναφορές

  1. Ευαγγελία Πιτουρά, «Το Σχεσιακό Μοντέλο και η Σχεσιακή Άλγεβρα», σελ. 45, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων. Προσπέλαση 2020-02-04
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.