εξ ορισμού

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

Απόδοση στα ελληνικά των αντίστοιχων εκφράσεων στα αγγλικά και γαλλικά
 δείτε τις λέξεις εξ και ορισμός

Έκφραση

εξ ορισμού

  • ως συνέπεια του ίδιου του ορισμού ενός πράγματος (για κάτι που θεωρείται αυτονόητο και δεν χρειάζεται να τεκμηριωθεί περαιτέρω)
τα όσα εμπιστεύεσαι στον γιατρό σου είναι εξ ορισμού απόρρητα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.