defer

Αγγλικά (en)

ενεστώτας defer
γ΄ ενικό ενεστώτα defers
αόριστος deferred
παθητική μετοχή deferred
ενεργητική μετοχή deferring

Ρήμα

defer (en)

  1. αναβάλλω, καθυστερώ κάτι για αργότερα
    I defer a payment.
    Αναβάλλω μια πληρωμή.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη delay
  2. defer to: συμφωνώ σε κάτι ή με κάποιον, αποδέχομαι μια πρόταση, απόφαση

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.