dément
Γαλλικά (fr)
Προφορά
- ΔΦΑ : /demɑ̃/
Επίθετο
| γένος | ενικός | πληθυντικός |
|---|---|---|
| αρσενικό | dément | déments |
| θηλυκό | démente | démentes |
dément (fr)
- τρελός
- παράλογος, παλαβός, θεότρελος
- (οικείο) εκπληκτικός, φανταστικός, φοβερός
- ↪ ce vin est dément ! - αυτό το κρασί είναι εκπληκτικό
- (ψυχιατρική) παράφρων
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.