dément

Γαλλικά (fr)

Ετυμολογία

dément < λατινική dement < demens < mens, (πνεύμα)

Προφορά

ΔΦΑ : /demɑ̃/

Επίθετο

γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό dément déments
θηλυκό démente démentes

dément (fr)

  1. τρελός
  2. παράλογος, παλαβός, θεότρελος
  3. (οικείο) εκπληκτικός, φανταστικός, φοβερός
    ce vin est dément ! - αυτό το κρασί είναι εκπληκτικό
  4. (ψυχιατρική) παράφρων

Επίθετο

γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό dément déments
θηλυκό démente démentes

dément (fr)

  1. τρελός
  2. (ψυχιατρική) παράφρων
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.