dégager
Γαλλικά (fr)
Ρήμα
dégager (fr)
- σηκώνω την υποθήκη
- → δείτε τη λέξη gage
- αποδεσμεύω
- (κατ’ επέκταση) προσθέτω άνεση, αξιοποιώ
- απομονώνω, βγάζω, εξάγω
- καθαρίζω, ανοίγω, ελευθερώνω
- αναδίδω, αναδίνω
- (αθλητισμός) απομακρύνω τη μπάλα από το τέρμα
Συγγενικά
- dégagé
- dégagement
- se dégager
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.