dégager

Γαλλικά (fr)

Προφορά

ΔΦΑ : /de.ɡa.ʒe/
 
ομόηχο: dégagé

Ρήμα

dégager (fr)

  1. σηκώνω την υποθήκη
     δείτε τη λέξη gage
  2. αποδεσμεύω
     συνώνυμα: délivrer
  3. (κατ’ επέκταση) προσθέτω άνεση, αξιοποιώ
  4. απομονώνω, βγάζω, εξάγω
     συνώνυμα: extraire, isoler, tirer
  5. καθαρίζω, ανοίγω, ελευθερώνω
     συνώνυμα: déblayer, désencombrer
  6. αναδίδω, αναδίνω
  7. (αθλητισμός) απομακρύνω τη μπάλα από το τέρμα

Συγγενικά

  • dégagé
  • dégagement

  • se dégager
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.