décours
Γαλλικά (fr)
Ετυμολογία
- décours < λατινική decursus
Ουσιαστικό
| ενικός | πληθυντικός |
|---|---|
| décours | décours |
décours (fr) αρσενικό
- (αστρονομία) η περίοδος κατά την οποία ένα ουράνιο σώμα φθίνει
- (ιατρική) η περίοδος κατά την οποία υποχωρεί μια ασθένεια
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.