décours

Γαλλικά (fr)

Ετυμολογία

décours < λατινική decursus

Ουσιαστικό

ενικός πληθυντικός
décours décours

décours (fr) αρσενικό

  1. (αστρονομία) η περίοδος κατά την οποία ένα ουράνιο σώμα φθίνει
  2. (ιατρική) η περίοδος κατά την οποία υποχωρεί μια ασθένεια
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.