décapage
Γαλλικά (fr)
Ετυμολογία
- décapage < décaper
Προφορά
- ΔΦΑ : /de.ka.paʒ/
Ουσιαστικό
| ενικός | πληθυντικός |
| décapage | décapages |
décapage (fr) αρσενικό
- το ξύσιμο μιας μεταλλικής επιφάνειας για να βγει η σκουριά, η μπογιά, το βερνίκι... που την καλύπτουν
- (μεταφορικά) το ξεσκούριασμα μιας επιφάνειας
- (κατ’ επέκταση) ο καθαρισμός μιας επιφάνειας
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη décaper
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.