cosse
Γαλλικά (fr)
Ετυμολογία
- cosse < δημώδης λατινική °coccia < cochlea
- cosse < cossard
Ουσιαστικό
| ενικός | πληθυντικός |
| cosse | cosses |
cosse (fr) θηλυκό
- η φλούδα ενός οσπρίου, το περικάρπιο
- μεταλλικός δακτύλιος, στην άκρη ηλεκτρικού αγωγού, που χρησιμεύει στη στερέωσή του σε άλλους αγωγούς
Παράγωγα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.