run-time

Αγγλικά (en)

Ετυμολογία

run-time <  δείτε τις λέξεις run και time

Επίθετο

run-time (en)

  • (πληροφορική) το εκτελεστικό στάδιο, αναφέρεται στην κατάσταση ή στο χρόνο κατά τον οποίο εκτελείται ένα πρόγραμμα[1]
    a run-time error / λάθος κατά (στη διάρκεια) την εκτέλεση

Αντώνυμα

Συνώνυμα

Αναφορές

  1. Γλωσσάριο. Προσπέλαση 23/10/2019
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.