come off

Αγγλικά (en)

ενεστώτας come off
γ΄ ενικό ενεστώτα comes off
αόριστος came off
παθητική μετοχή come off
ενεργητική μετοχή coming off

Ετυμολογία

come off <  δείτε τις λέξεις come και off

Ρήμα

come off (en)

  1. βγαίνω, κάτι μπορεί να αφαιρεθεί
    This lipstick doesn’t come off.
    Αυτό το κραγιόν δεν βγαίνει.
  2. βγαίνω (από), ξεκολλώ, αποχωρίζομαι από κάτι
    The heel of my shoe came off.
    Μου βγήκε το τακούνι.
    The window came off its hinges.
    Το παράθυρο βγήκε από τους μεντεσέδες του.
    The handle of the jug came off.
    Το χερούλι της κανάτας ξεκόλλησε.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη unglue

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.