coerce

Αγγλικά (en)

ενεστώτας coerce
γ΄ ενικό ενεστώτα coerces
αόριστος coerced
παθητική μετοχή coerced
ενεργητική μετοχή coercing

Προφορά

ΔΦΑ : /koʊˈɝs/
 

Ρήμα

coerce (en)

  1. αναγκάζω, εξαναγκάζω, καταναγκάζω
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη force
  2. (προγραμματισμός) εξαναγκάζω μεταβλητή συγκεκριμένου τύπου δεδομένων να λάβει τιμή άλλου τύπου

Συγγενικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.