clown

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
clown clowns

clown (en)

Ρήμα

ενεστώτας clown
γ΄ ενικό ενεστώτα clowns
αόριστος clowned
παθητική μετοχή clowned
ενεργητική μετοχή clowning

clown (en) (αμετάβατο, συχνά κακόσημο)

  • κάνω τον παλιάτσο, συμπεριφέρομαι με ανόητο τρόπο, ειδικά για να κάνω τους άλλους να γελάσουν
    I am clowning around.
    Κάνω τον παλιάτσο.
    Stop clowning around.
    Μη γίνεσαι παλιάτσος.

Πηγές



Γαλλικά (fr)

Προφορά

 

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
clown clowns

clown (fr) αρσενικό

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.